-
1 Χρυσίππου
Χρύσιπποςmasc gen sgΧρυσίπποςmasc gen sg -
2 θρέμμα
A nursling, creature, θ. Νηρεΐδων, of dolphins, Arion 1.9; mostly of tame animals, esp. sheep and goats, X. Ages.9.6, Oec.20.23, Plb.2.26.5, Ev.Jo.4.12, etc.; τὰ ἐν ταῖς ἀγέλαις θ. Pl.Plt. 261d; τὰ ἀγελαῖα θ. ib. 264a; ὑηνὰ θ. Id.Lg. 819d; of game-cocks and quails, ὀρνίθων θ. ib. 789b: generally, animals, τοῖς ἡμέροις καὶ ἀγρίοις.. θ. Id.Criti. 118b, al.2 of men, S.OT 1143, Ph. 243; Χαρίτων θ. Ar.Ec. 973;δύσκολον τὸ θ. ἄνθρωπος Pl.Lg. 777b
, cf. Tht. 174b; esp. of domestic slaves,= Lat. verna, τὸ Χρυσίππου θ. GDI12321.14 (Delph.), cf. CIG 3113 ([place name] Teos).3 generally, creature, ἄπλατον θ. κἀπροσήγορον, of a lion, S.Tr. 1093 (cf. Pl.Chrm. 155e); of Cerberus, S.Tr. 1099; κακὰ θ., of a swarm of gnats, AP5.150 (Mel.); θ. Σελινοῦντος, of a fish, Archestr.Fr.12; Καρύστου θ., comic for a cup made at Carystus, Antiph.182.3; as a term of reproach,θρέμματ' οὐκ ἀνασχετά A.Th. 182
;ὦ θρέμμ' ἀναιδές S.El. 622
, cf. Ar.Lys. 369; in periphr., ὕδρας θ., for ὕδρα, S.Tr. 574;νεογενῆ παίδων θρέμματα Pl. Lg. 790d
; θρέμματα παλλακῶν kept mistresses, Plu.Sol.7. (Written (ii A.D.)). -
3 προσχέω
A :— pour to or on, LXX l.c., al., Luc. Sacr.9 (s. v.l.):—[voice] Med., pour water on oneself, Hp.Steril.230, Diocl. Fr.139; have poured on one, , cf. Pr. 875a9:—[voice] Pass., Ph.2.242;προσεχύθη πρὸ τῶν οὔρων αἷμα Aret.SD 2.3
.II metaph. in [voice] Pass., ὑπὸ τοῦ Χρυσίππου προσχυθεὶς ἀδολεσχίας deluged, Gal.5.318.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προσχέω
См. также в других словарях:
Χρυσίππου — Χρύσιππος masc gen sg Χρυσίππος masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρυσίππειος — ον, Α [Χρύσιππος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον φιλόσοφο Χρύσιππο 2. (για πρόσ.) οπαδός τού Χρυσίππου 3. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τὰ Χρυσίππεια τα συγγράμματα τού Χρυσίππου … Dictionary of Greek
АНТИПАТР ИЗ ТАРСА — АНТИПАТР ИЗ ТАРСА Ἀντίπατρος ὁ Ταρσεύς) (2 в. до н. э.), философ стоик, ученик и преемник Диогена Вавилонского на посту главы Стой, учитель Панетия. Современник и соотечественник Архедема (Strab. XIV 5, 14). Возглавил школу ок. 150 до н. э.… … Античная философия
ετεροιωτικός — ἑτεροιωτικός, ή, όν (Α) [ετεροιώ] 1. ο ικανός για ετεροίωση, ο αλλοιωτικός 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ ἑτεροιωτική φρ. «ἡ τερατολογουμένη ἑτεροιωτική» λέγεται για τη θεωρία τών αισθημάτων τού Χρυσίππου … Dictionary of Greek
καταγορευτικός — καταγορευτικός, ή, όν (Α) [καταγορεύω] 1. αυτός που αποφαίνεται οριστικά για κάποιο πράγμα 2. φρ. «Περὶ τῶν καταγορευτικῶν» τίτλος έργου τού Χρυσίππου … Dictionary of Greek
κρύψιππος — κρύψιππος, ον (Α) 1. αυτός που, επειδή είναι μικρόσωμος, κρύβεται από έναν ίππο 2. (το αρσ. ως κύριο όν.) ὁ Κρύψιππος σκωπτική ονομασία τού μικρόσωμου Χρυσίππου από τον φιλόσοφο Καρνεάδη, επειδή τον ανδριάντα τού Χρυσσίπου στον Κεραμεικό τόν… … Dictionary of Greek
ούτις — οὔτις, γεν. οὔτινος και οὔτιδος, ουδ. οὔτι (Α) 1. ουδείς, κανείς («λιτᾱν δ ἀκούει μὲν οὔτις θεῶν», Αισχύλ.) 2. (το ουδ. ως επίρρ.) οὔτι ουδόλως, κατ ουδένα τρόπο 3. (το αρσ. με διαφορετικό τονισμό ως κύριο όν.) ὁ Οὖτις ο Κανείς, το ψεύτικο όνομα… … Dictionary of Greek
παπυρολογία — Η επιστήμη που ασχολείται με τα γραμμένα σε παπύρους αρχαία κείμενα. Mέχρι σήμερα έχουν βρεθεί πάπυροι τα κείμενα των οποίων είναι γραμμένα σε διάφορες γραφές και γλώσσες, όπως την αιγυπτιακή στα διαδοχικά της στάδια ως ιερογλυφική, ιερατική,… … Dictionary of Greek
προσχέω — Α 1. χύνω κάτι προς κάτι άλλο ή χύνω κάτι πάνω σε κάποιον 2. μέσ. προσχέομαι χύνω νερό επάνω μου 3. παθ. μτφ. κατακλύζομαι («ὑπὸ τοῡ Χρυσίππου προσχυθεὶς ἀδολεσχίας», Γαλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + χέω «χύνω»] … Dictionary of Greek
σημασία — η, ΝΜΑ αυτό που σημαίνει μια λέξη, φράση, πράξη ή ενέργεια, το νόημά της, το περιεχόμενό της (α. «η σημασία τής λέξης σημάντωρ» β. «δεν κατάλαβα τη σημασία τής τελευταίας του φράσης» γ. «αἱ πράξεις ἤθους σημασία ἐστίν», Αριστοτ.) νεοελλ. 1. η… … Dictionary of Greek
σολοικίζω — ΝΑ μιλώ ή γράφω εσφαλμένα, ιδίως κατά τη σύνταξη, κάνω σολοικισμούς αρχ. 1. κάνω ανοησίες 2. συμπεριφέρομαι ανάρμοστα, φέρομαι ανάγωγα 3. φρ. «Περὶ σολοικιζόντων λόγων» τίτλος πραγματείας τού Χρυσίππου. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. σολοικίζω έχει προέλθει από… … Dictionary of Greek